Της Ινως Σιώζιου
Ο όρος ενεργειακή μετάβαση είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το φαινόμενο peak oil, το οποίο αναφέρεται στο χρονικό σημείο που η εξόρυξη του πετρελαίου θα κορυφωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ορισμός δεν αναφέρεται στην έλλειψη πετρελαϊκών κοιτασμάτων, όπως μπορεί να υπονοείται, αλλά στην σπανιότητά τους, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους εξόρυξης, που θα την καταστήσει ασύμφορη, μειώνοντας ταυτόχρονα τη ζήτηση του πετρελαίου ως πηγή ενέργειας. Σε αυτό το πρόβλημα προστίθεται επίσης το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας και αυτονομίας των κρατών που καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες σε εξάρτηση από πετρελαιοπαραγωγά κράτη κυρίως της Μέσης Ανατολής τα οποία θεωρούνται πολιτικά ασταθή.
Ταυτόχρονα, όλες οι χώρες έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν πολιτικές ενεργειακής μετάβασης σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, να προετοιμάζονται δηλαδή για το peak oil, επενδύοντας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι οποίες μπορούν να τους εξασφαλίσουν και ενεργειακή αυτονομία και ασφάλεια.
Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του περιβαλλοντικού κινήματος όσον αφορά στην ενεργειακή μετάβαση; Πώς θα μπορούσε να εμπλέξει τους πολίτες; Ποια είναι η σχέση του κινήματος με την τεχνολογία;
Τα περιβαλλοντικά κινήματα της δεκαετίας του '60 δημιουργήθηκαν με τον βασικό στόχο να εναντιωθούν στην εξάπλωση της πυρηνικής ενέργειας ως σημαντική πηγή ενέργειας. Ως επί το πλείστον υιοθέτησαν αντιπολιτευτικές τακτικές με βασικό αποδέκτη την κεντρική εξουσία (κράτος) και περιορίστηκαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και κατ' επέκταση η ενεργειακή μετάβαση δημιουργεί την ανάγκη για διαφορετικούς τρόπους δράσης. Επιστημονικές κοινότητες εγείρουν το ερώτημα του εκδημοκρατισμού της διαδικασίας μετάβασης. Τονίζεται η σημασία της νομιμότητας των δράσεων ενάντια στην κλιματική αλλαγή, υπογραμμίζοντας αναπόφευκτα τον κεντρικό ρόλο των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ώστε να διασφαλιστεί η νομιμότητά τους.
Η φύση του προβλήματος απαιτεί αλλαγές στις τακτικές και τη δράση των περιβαλλοντικών κινημάτων. Ένα κίνημα που θα μπορούσε να εμπλέξει ενεργά τους πολίτες στην ενεργειακή μετάβαση, να συνδέσει τις κινηματικές πρακτικές με την τεχνολογία και να δράσει αυτόνομα, χωρίς να περιμένει το κράτος να ηγηθεί.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί κινήματα στην Ευρώπη που προσπαθούν να ενεργήσουν αυτόνομα από τις κεντρικές εξουσίες για να αντιμετωπίσουν το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Η ενεργειακή μετάβαση είναι ένα θέμα το οποίο κατέχει κεντρική θέση στις δραστηριότητες τους, υιοθετώντας παράλληλα διαφορετικές προσεγγίσεις για την κατεύθυνση της μετάβασης, εννοώντας τις τεχνολογικές οδούς και τη βαρύτητα και τον τρόπο συμμετοχής των πολιτών σε αυτή.
Στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος το Remunicipalization movement[1] που προσπαθεί να στρέψει την παραγωγή ενέργειας από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο μέσω της δημιουργίας εταιριών σε επίπεδο δήμων. Αυτή η πρωτοβουλία ξεκίνησε ως απάντηση στις αυξανόμενες τιμές των ιδιωτικών εταιρειών παραγωγής ενέργειας. Το κίνημα απολαμβάνει την αυξανόμενη υποστήριξη των πολιτών, του αριστερού κόμματος και αυτού των Πράσινων στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Οι υποστηρικτές του διατείνονται ότι με αυτόν τον τρόπο θα εκδημοκρατιστούν οι δημόσιες υπηρεσίες και επίσης θα δημιουργηθούν τα εχέγγυα για την ανάπτυξη της καινοτομίας στις τεχνολογίες των ανανεώσιμων πηγών. Το σίγουρο είναι ότι το κίνημα αυτό υπόσχεται πολλά για το μέλλον λόγω της ευρύτατης αποδοχής του.
Η Ολλανδία αν και έχει ένα πολύ καλό περιβαλλοντικό προφίλ, και έχει πολιτική ατζέντα ώστε να επιταχύνει τη μετάβαση είναι ακόμη σχετικά πίσω όσον αφορά το ποσοστό παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν αναδυθεί διάφοροι οργανισμοί οι οποίοι καλούν τους πολίτες να συμμετάσχουν στη διαδικασία της μετάβασης ανάλογα με την δική τους προσέγγιση στο ζήτημα. Κάποιοι οργανισμοί έχουν πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις και άλλοι συμβαδίζουν περισσότερο με την πολιτική γραμμή της κεντρικής εξουσίας. Οι πιο μετριοπαθείς οργανισμοί ενημερώνουν τους πολίτες για τους τρόπους που μπορούν να μειώσουν την κατανάλωσή τους σε ενέργεια από μη ανανεώσιμους πόρους[2]. Άλλοι οργανισμοί, αν και έχουν ακόμη περιθωριακό χαρακτήρα, έχουν ως στόχο την ενεργή συμμετοχή των πολιτών και μικρών επιχειρηματιών στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, προωθώντας παράλληλα την ανάπτυξη της καινοτομίας (Newnrg[3], Sustunable Forum[4], C8 Foundation[5]). Ακόμη, έχει δημιουργηθεί τοπική εταιρεία παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες στο νησί του Texel[6].
Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι αυτό της Δανίας. Η ενεργειακή κρίση του 1973 και η παράλληλα η θέληση να βρεθούν εναλλακτικές στη λύση της πυρηνικής ενέργειας έδωσαν ώθηση σε αγροτικές συλλογικότητες να αναπτύξουν την καινοτομία στον τομέα της αιολικής ενέργειας. Έτσι με την συνεργασία ακτιβιστών, αγροτών και λαϊκών κολλεγίων (Folk High Schools) και αργότερα κάποιων ακαδημαϊκών οργανισμών, αναπτύχθηκαν πρωτότυπα συστήματα παραγωγής αιολικής ενέργειας για να καλύψουν τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής. Αυτό είναι από τα λίγα παραδείγματα που η καινοτομία στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναπτύχθηκε από κινήματα πολιτών (grassroot movements), τα οποία υιοθέτησαν πρακτικές που μεγιστοποιούσαν την ανταλλαγή τεχνολογικής γνώσης και την ενεργή εμπλοκή διαφόρων άμεσα ενδιαφερόμενων, π.χ. αγρότες, και όχι από συμβατικές βιομηχανικές πρακτικές.
Η Ελλάδα για το 2011 παρουσιάζει πολύ χαμηλά ποσοστά παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για να καλύψει τις ανάγκες της σε ηλεκτρισμό και θέρμανση/ψύξη. Πολλές ευκαιρίες μπορούν όμως να δημιουργηθούν στο μέλλον λαμβάνοντας υπ' όψιν την αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας το 2011 και τη συνεχόμενη αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης.
Παρόλα αυτά, η εικόνα του περιβαλλοντικού κινήματος όσον αφορά τουλάχιστον τον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυτή τη στιγμή δεν υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Οι ευρύτατα γνωστές περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως η WWF και η Greenpeace, αν και δουλεύουν περισσότερο στο κομμάτι της ενημέρωσης των πολιτών σχετικά με τις επιπτώσεις τη κλιματικής αλλαγής και του peak oil, δεν παρακινούν τους πολίτες να δράσουν ενεργά πάνω στο θέμα. Βέβαια, οι ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) όπως οι προαναφερόμενες μπορούν να χαρακτηριστούν ως professionalized οργανισμοί που λόγω της γραφειοκρατικής τους οργάνωσης δεν έχουν στενή σχέση με τη βάση τους. Έτσι γίνεται προφανής η ανάγκη για τη δημιουργία κινημάτων πολιτών (grassroots movements) τα οποία να καταφέρουν να εμπλέξουν ενεργά τους πολίτες στην ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα.
[1] http://www.epsu.org/a/8107
[2] http://www.hier.nu/
[3] http://www.newnrg.nl/index.php?menu=83
[4] http://www.sustenableforum.nl/wp-content/uploads/sust-flyer_english.pdf
[5] http://www.c8foundation.nl/frame_eng.html
[6] http://www.reshare.nu/en/reshare/reshare-database/show/51/texel-energy
Ο όρος ενεργειακή μετάβαση είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το φαινόμενο peak oil, το οποίο αναφέρεται στο χρονικό σημείο που η εξόρυξη του πετρελαίου θα κορυφωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ορισμός δεν αναφέρεται στην έλλειψη πετρελαϊκών κοιτασμάτων, όπως μπορεί να υπονοείται, αλλά στην σπανιότητά τους, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους εξόρυξης, που θα την καταστήσει ασύμφορη, μειώνοντας ταυτόχρονα τη ζήτηση του πετρελαίου ως πηγή ενέργειας. Σε αυτό το πρόβλημα προστίθεται επίσης το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας και αυτονομίας των κρατών που καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες σε εξάρτηση από πετρελαιοπαραγωγά κράτη κυρίως της Μέσης Ανατολής τα οποία θεωρούνται πολιτικά ασταθή.
Ταυτόχρονα, όλες οι χώρες έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν πολιτικές ενεργειακής μετάβασης σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, να προετοιμάζονται δηλαδή για το peak oil, επενδύοντας σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι οποίες μπορούν να τους εξασφαλίσουν και ενεργειακή αυτονομία και ασφάλεια.
Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του περιβαλλοντικού κινήματος όσον αφορά στην ενεργειακή μετάβαση; Πώς θα μπορούσε να εμπλέξει τους πολίτες; Ποια είναι η σχέση του κινήματος με την τεχνολογία;
Τα περιβαλλοντικά κινήματα της δεκαετίας του '60 δημιουργήθηκαν με τον βασικό στόχο να εναντιωθούν στην εξάπλωση της πυρηνικής ενέργειας ως σημαντική πηγή ενέργειας. Ως επί το πλείστον υιοθέτησαν αντιπολιτευτικές τακτικές με βασικό αποδέκτη την κεντρική εξουσία (κράτος) και περιορίστηκαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και κατ' επέκταση η ενεργειακή μετάβαση δημιουργεί την ανάγκη για διαφορετικούς τρόπους δράσης. Επιστημονικές κοινότητες εγείρουν το ερώτημα του εκδημοκρατισμού της διαδικασίας μετάβασης. Τονίζεται η σημασία της νομιμότητας των δράσεων ενάντια στην κλιματική αλλαγή, υπογραμμίζοντας αναπόφευκτα τον κεντρικό ρόλο των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων ώστε να διασφαλιστεί η νομιμότητά τους.
Η φύση του προβλήματος απαιτεί αλλαγές στις τακτικές και τη δράση των περιβαλλοντικών κινημάτων. Ένα κίνημα που θα μπορούσε να εμπλέξει ενεργά τους πολίτες στην ενεργειακή μετάβαση, να συνδέσει τις κινηματικές πρακτικές με την τεχνολογία και να δράσει αυτόνομα, χωρίς να περιμένει το κράτος να ηγηθεί.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί κινήματα στην Ευρώπη που προσπαθούν να ενεργήσουν αυτόνομα από τις κεντρικές εξουσίες για να αντιμετωπίσουν το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Η ενεργειακή μετάβαση είναι ένα θέμα το οποίο κατέχει κεντρική θέση στις δραστηριότητες τους, υιοθετώντας παράλληλα διαφορετικές προσεγγίσεις για την κατεύθυνση της μετάβασης, εννοώντας τις τεχνολογικές οδούς και τη βαρύτητα και τον τρόπο συμμετοχής των πολιτών σε αυτή.
Στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος το Remunicipalization movement[1] που προσπαθεί να στρέψει την παραγωγή ενέργειας από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο μέσω της δημιουργίας εταιριών σε επίπεδο δήμων. Αυτή η πρωτοβουλία ξεκίνησε ως απάντηση στις αυξανόμενες τιμές των ιδιωτικών εταιρειών παραγωγής ενέργειας. Το κίνημα απολαμβάνει την αυξανόμενη υποστήριξη των πολιτών, του αριστερού κόμματος και αυτού των Πράσινων στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Οι υποστηρικτές του διατείνονται ότι με αυτόν τον τρόπο θα εκδημοκρατιστούν οι δημόσιες υπηρεσίες και επίσης θα δημιουργηθούν τα εχέγγυα για την ανάπτυξη της καινοτομίας στις τεχνολογίες των ανανεώσιμων πηγών. Το σίγουρο είναι ότι το κίνημα αυτό υπόσχεται πολλά για το μέλλον λόγω της ευρύτατης αποδοχής του.
Η Ολλανδία αν και έχει ένα πολύ καλό περιβαλλοντικό προφίλ, και έχει πολιτική ατζέντα ώστε να επιταχύνει τη μετάβαση είναι ακόμη σχετικά πίσω όσον αφορά το ποσοστό παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ταυτόχρονα, όμως, έχουν αναδυθεί διάφοροι οργανισμοί οι οποίοι καλούν τους πολίτες να συμμετάσχουν στη διαδικασία της μετάβασης ανάλογα με την δική τους προσέγγιση στο ζήτημα. Κάποιοι οργανισμοί έχουν πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις και άλλοι συμβαδίζουν περισσότερο με την πολιτική γραμμή της κεντρικής εξουσίας. Οι πιο μετριοπαθείς οργανισμοί ενημερώνουν τους πολίτες για τους τρόπους που μπορούν να μειώσουν την κατανάλωσή τους σε ενέργεια από μη ανανεώσιμους πόρους[2]. Άλλοι οργανισμοί, αν και έχουν ακόμη περιθωριακό χαρακτήρα, έχουν ως στόχο την ενεργή συμμετοχή των πολιτών και μικρών επιχειρηματιών στην παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, προωθώντας παράλληλα την ανάπτυξη της καινοτομίας (Newnrg[3], Sustunable Forum[4], C8 Foundation[5]). Ακόμη, έχει δημιουργηθεί τοπική εταιρεία παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες στο νησί του Texel[6].
Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι αυτό της Δανίας. Η ενεργειακή κρίση του 1973 και η παράλληλα η θέληση να βρεθούν εναλλακτικές στη λύση της πυρηνικής ενέργειας έδωσαν ώθηση σε αγροτικές συλλογικότητες να αναπτύξουν την καινοτομία στον τομέα της αιολικής ενέργειας. Έτσι με την συνεργασία ακτιβιστών, αγροτών και λαϊκών κολλεγίων (Folk High Schools) και αργότερα κάποιων ακαδημαϊκών οργανισμών, αναπτύχθηκαν πρωτότυπα συστήματα παραγωγής αιολικής ενέργειας για να καλύψουν τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής. Αυτό είναι από τα λίγα παραδείγματα που η καινοτομία στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αναπτύχθηκε από κινήματα πολιτών (grassroot movements), τα οποία υιοθέτησαν πρακτικές που μεγιστοποιούσαν την ανταλλαγή τεχνολογικής γνώσης και την ενεργή εμπλοκή διαφόρων άμεσα ενδιαφερόμενων, π.χ. αγρότες, και όχι από συμβατικές βιομηχανικές πρακτικές.
Η Ελλάδα για το 2011 παρουσιάζει πολύ χαμηλά ποσοστά παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για να καλύψει τις ανάγκες της σε ηλεκτρισμό και θέρμανση/ψύξη. Πολλές ευκαιρίες μπορούν όμως να δημιουργηθούν στο μέλλον λαμβάνοντας υπ' όψιν την αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας το 2011 και τη συνεχόμενη αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης.
Παρόλα αυτά, η εικόνα του περιβαλλοντικού κινήματος όσον αφορά τουλάχιστον τον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυτή τη στιγμή δεν υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Οι ευρύτατα γνωστές περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως η WWF και η Greenpeace, αν και δουλεύουν περισσότερο στο κομμάτι της ενημέρωσης των πολιτών σχετικά με τις επιπτώσεις τη κλιματικής αλλαγής και του peak oil, δεν παρακινούν τους πολίτες να δράσουν ενεργά πάνω στο θέμα. Βέβαια, οι ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) όπως οι προαναφερόμενες μπορούν να χαρακτηριστούν ως professionalized οργανισμοί που λόγω της γραφειοκρατικής τους οργάνωσης δεν έχουν στενή σχέση με τη βάση τους. Έτσι γίνεται προφανής η ανάγκη για τη δημιουργία κινημάτων πολιτών (grassroots movements) τα οποία να καταφέρουν να εμπλέξουν ενεργά τους πολίτες στην ενεργειακή μετάβαση στην Ελλάδα.
[1] http://www.epsu.org/a/8107
[2] http://www.hier.nu/
[3] http://www.newnrg.nl/index.php?menu=83
[4] http://www.sustenableforum.nl/wp-content/uploads/sust-flyer_english.pdf
[5] http://www.c8foundation.nl/frame_eng.html
[6] http://www.reshare.nu/en/reshare/reshare-database/show/51/texel-energy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου