Στην παράδοση των δημοτικών πραγμάτων, στο τοπικό επίπεδο όπως είθισται να λέμε, τα πρόσωπα και οι βιογραφίες έχουν τη σημασία τους. Διότι δεν είναι όλες οι προσωπικότητες ιμάντες μεταβίβασης των πολιτικών δυνάμεων που τις στηρίζουν. Οι ευαισθησίες, οι ατομικές ποιότητες, οι διαχειριστικές ικανότητες μετρούν και κρίνονται. Όπως έχουν τη σημασία τους και οι χαρακτήρες, η ηπιότητα και η προσήνεια του ενός, η τραχύτητα και η ερεβώδης βλακεία του άλλου. Όλα αυτά που φυσικά τα γνωρίζουμε βιωματικά, ζώντας σε συγκεκριμένους τόπους και ακούγοντας τις ιστορίες, παλιές και πρόσφατες, των δημοτικών τους «αρχόντων».


Αλλά από αυτή την παραδοχή έως τις «σκέψεις» του Μαξίμου για αποπολιτικοποίηση των δημοτικών εκλογών υπάρχει τεράστια απόσταση. Και αυτό διότι η Αυτοδιοίκηση δεν είναι μια στεγανή σφαίρα όπου διαγωνίζονται οι καλοί με τους κακούς κι οι άξιοι με τους ανάξιους. Στην Αυτοδιοίκηση αντανακλώνται, υποχρεωτικά, και τα μείζονα διλήμματα προσανατολισμού που απασχολούν τη χώρα. Και ιδιαίτερα σήμερα, στο καθεστώς της λιτότητας και των παραλυτικών απορρυθμίσεων. Το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τα έργα ανάπτυξης στην περιοχή του, τα κοινωνικά προβλήματα, τις περιβαλλοντικές προτεραιότητες, την κοινωνική αλληλεγγύη, τις πρόνοιες για τον πολιτισμό, όλα αυτά είναι εξόχως πολιτικά μελήματα. Και στα πολιτικά μελήματα δεν απαντά κανείς πριμοδοτώντας την αποπολιτικοποίηση των επιλογών του πολίτη. Σε ζητήματα άσκησης κοινωνικής εξουσίας δεν απαντά επίσης ούτε με συμπαθείς κουβέντες περί συμπαθών ανθρώπων ούτε με θεωρίες περί αχρωμάτιστων και φιλικών προς όλους μάνατζερ.
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση φοβάται την αποδοκιμασία των συνδυασμών που θα έχουν το χρίσμα των δυο εταίρων. Προτιμά να προετοιμάσει μια θολή και μπερδεμένη εικόνα από το να βρεθεί με αποτελέσματα που «θα μιλούν από μόνα τους». Θα ήθελε, ει δυνατόν, να χρεωθούν τις αποτυχίες κάποια πρόσωπα και όχι το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο, το οποίο έχει διαμορφωθεί αυτά τα χρόνια. Και βέβαια, θα επιδιώξει να ρίξει τις ευθύνες για το όποιο αρνητικό αποτέλεσμα στην αντιδημοφιλία του ενός ή στη «λαϊκιστική οργή» που εκμεταλλεύτηκε ο άλλος. Όλα αυτά που τα έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν θα μας επισκέπτονται και τους επόμενους μήνες. Και ιδίως κάθε φορά που η κυβέρνηση θα εισπράττει κάποια ήττα.
Αλλά πολλές φορές συμβαίνει το αντίθετο: τα ίδια τα θολά νερά και οι ιδιοτελείς εκλογικές τεχνικές να θωπεύουν τις πιο ανερμάτιστες εκδοχές λαϊκής απόρριψης. Και τούτο συμβαίνει όταν ακριβώς νομιμοποιηθεί η διάχυτη εντύπωση ότι οι εκλογές της Αυτοδιοίκησης συνιστούν απλώς και μόνον μια πασαρέλα ανταγωνισμού ανάμεσα σε φωτεινές ή σκοτεινές, σοβαρές ή γραφικές προσωπικότητες. Η νομιμοποίηση της «χαλαρότητας της ψήφου» ελκύει τα άγρια θηρία του ακροδεξιού εξτρεμισμού με τις ιαχές του «ξεβρομίσματος» όσο και τα άλλα οικεία μας θηρία της αποχής, της λοιδορίας και του ισοπεδωτικού αρνητισμού.
Εδώ και μήνες πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα κατώφλι. Σε μια στιγμή όπου δεν αρκούν η απόρριψη και η αποδοκιμασία, αλλά και όπου κανείς δεν έχει το δικαίωμα να υποτιμά το βάθος και τις συνέπειες της κρίσης. Βρισκόμαστε, κατά κάποιον τρόπο, σε εκείνη τη συγκυρία όπου είτε θα υπάρξει μια νέα επινόηση της δημοκρατίας μας είτε θα διογκωθούν ακόμα περισσότερο τα φαινόμενα ηθικής και κοινωνικής αποδιοργάνωσης.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει αξία και ο τρόπος με τον οποίο και η Αριστερά πολιτικοποιεί τα υπαρκτά διλήμματα και τις αντίστοιχες επιλογές. Αν θα έχει στο κέντρο της τη μηχανική των σωρευμένων απορρίψεων που μπορούν ωστόσο να στραφούν στις πιο απίθανες κατευθύνσεις. Ή αν, αντίθετα, η «στιγμή της σύγκρουσης» θα επενδυθεί με μια εναλλακτική ορθολογικότητα, με μια διαφορετική άρθρωση του δημόσιου συμφέροντος, σε συνθήκες μείωσης των διαθέσιμων πόρων, αλλά και των αποθεμάτων εμπιστοσύνης στους δημόσιους θεσμούς.
Το βέβαιο είναι ότι στους επόμενους μήνες θα κριθεί και αυτή η έκβαση που παραμένει πάντοτε αβέβαιη.