Του Τάση Παπαϊωάννου
Η οδός Θεμιστοκλέους στα Εξάρχεια αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς δρόμους της Αθήνας. Περπατώντας κανείς κατά μήκος του δρόμου, βλέπει να συνυπάρχουν αρμονικά κτήρια διαφορετικών εποχών. Δίπλα στο παλιό αθηναϊκό, ένα νεοκλασικό και παρακάτω ένα μεσοπολεμικό με αρτιφισιέλ στις επιφάνειες και έρκερ που εξέχουν πάνω από το πεζοδρόμιο. Λίγο πιο κάτω ένα εκλεκτιστικό, κι άλλο νεοκλασικό κι άλλο ένα, μέχρι κάτω τη Σόλωνος. Μία αλληλουχία αρχιτεκτονικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Θαρρείς και βρίσκονται στη σειρά όλες οι εποχές. Η μία δίπλα στην άλλη, κολλητά, σαν παράταξη στρατιωτών σε τιμητικό άγημα. Ολόκληρη η μνήμη της πόλης αποτυπωμένη σ' αυτό το συνεχόμενο, αδιάσπαστο μέτωπο του δρόμου.
Στη γωνία με την Τζαβέλλα, αριστερά, βρίσκονται δύο μικρά μονώροφα μαγαζάκια με φόντο έναν πελώριο καταπράσινο φίκο και λίγο πιο πίσω ένα παλιό διώροφο σπίτι μόλις που διακρίνεται ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές του, να συνθέτουν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Κλειστό και εγκαταλελειμμένο εδώ και χρόνια. Σφραγισμένο ερμητικά. Ακριβώς στη γωνία ήταν το κρεοπωλείο, που μαζί με το ψαράδικο λίγο πιο κάτω, το μανάβικο και τα άλλα μαγαζιά, συνέθεταν σε κείνο το σημείο του δρόμου μία μικρή, αλλά δραστήρια συνοικιακή αγορά που τη θυμούνται οι παλιότεροι.
Σταματούν σήμερα οι γείτονες, κοιτάζουν το παλιό σπίτι κουνώντας το κεφάλι και καυτηριάζουν αυτή την κατάσταση και τις κρατικές υπηρεσίες. “Να το κατεδαφίσουν! Είναι εστία μόλυνσης!”. Άλλοι πάλι μονολογούν για την ομορφιά που χάνεται, την κλίμακα της γειτονιάς και της πόλης που αλλάζει ραγδαία. Η φθορά του χρόνου αποτυπωμένη πάνω στους σοβαντισμένους τοίχους, στα όμορφα γερμανικά κουφώματα, στα μεταλλικά στέγαστρα, στις υδρορρόες. Graffiti καλύπτουν βάναυσα τα γαιώδη χρώματα που κάποτε κοσμούσαν τους τοίχους. Μα πάνω απ’ όλα βρίσκεται αποτυπωμένη η αδιαφορία μας! “Εστία μόλυνσης”, λοιπόν, που μαρτυρά όμως στην πιο βαθιά της μορφή τη σήψη του δικού μας ρηχού και επιδερμικού πολιτισμού. Γιατί αυτό το μικρό ταπεινό σπίτι των Εξαρχείων, είναι από τα ελάχιστα εναπομείναντα παλιά αθηναϊκά σπίτια του τέλους του 19ου αιώνα και αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο του κτιριακού πολιτισμού της χώρας μας.
Ακολουθεί τη χάραξη ενός Γ -την πασίγνωστη τυπολογία των παλιών αθηναϊκών σπιτιών- οι πλευρές του οποίου εφάπτονται των μεσοτοιχιών των γειτονικών κτιρίων. Οργανώνεται γύρω από μία εσωστρεφή αυλή που κλείνει προς την οδό Τζαβέλλα με μια ψηλή πέτρινη μάντρα. Η αυλή αυτή, η οποία λειτουργεί ως υπαίθριο καθιστικό, αποτελεί τον κεντροβαρικό χώρο ζωής του μικρού σπιτιού, την “καρδιά” του. Στην άκρη, δίπλα στο παλιό πηγάδι που σήμερα στέκει άδειο και ξερό, βρίσκεται ο μεγάλος κορμός του υπεραιωνόβιου φίκου που δεσπόζει στη μικρή αυλή καλύπτοντάς την ολόκληρη με την πυκνή φυλλωσιά του. Μερικά κλαριά ακουμπούν πάνω στην πέτρινη μάντρα, σαν να στηρίζονται για να ξεκουραστούν από το βαρύ φορτίο, ενώ άλλα καλύπτουν ακόμη και τη μικρή βεράντα του πρώτου ορόφου.
Έξω από τις πόρτες των δωματίων και στη συνέχεια της κεραμοσκεπούς στέγης, ένα στέγαστρο με μεταλλικά φουρούσια και κυματοειδή λαμαρίνα, διαμορφώνει έναν ευχάριστο μεταβατικό χώρο ανάμεσα στον εξωτερικό χώρο της αυλής και στο εσωτερικό των δωματίων. Το ένα δωμάτιο, αυτό που βλέπει προς την οδό Τζαβέλλα με τα δύο όμορφα συμμετρικά παράθυρα, βρίσκεται 4 - 5 σκαλοπάτια ψηλότερα από τη στάθμη της αυλής και του δρόμου, κρατώντας, με την υπερύψωση αυτή, μακριά τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών από τον εσωτερικό του χώρο.
Μια υπαίθρια μεταλλική σκάλα, που δεν υπάρχει σήμερα και της οποίας το αποτύπωμα διαγράφεται αμυδρά πάνω στον παλιό σοβά, οδηγούσε από την αυλή κατευθείαν στη μικρή βεράντα. Ο όροφος, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, κτισμένος με πλινθοδομή, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στο αρχικό μονώροφο λιθόκτιστο σπίτι. Κάτω στην αυλή βρίσκονται, ανάμεσα σε μπάζα και σκουπίδια, διάσπαρτα πήλινα κομμάτια από τα μπαλούστρα που κάποτε κοσμούσαν το στηθαίο της βεράντας. Απλά, καμωμένα από δύο ανεξάρτητα κομμάτια που το ένα θηλύκωνε μέσα στο άλλο, είχαν έναν ωραίο διακριτικό διάκοσμο, σαν βραχιόλι με χάντρες, γύρω από την περίμετρό τους.
Η κατασκευή του σπιτιού φτωχική, αλλά στέρεη. Λαξευμένοι γωνιόλιθοι και πλήρη τούβλα, κτισμένοι με φροντίδα διαμορφώνουν τους λαμπάδες των ανοιγμάτων. Συνδετικό υλικό το χώμα που προστατεύεται από μια παχιά στρώση σοβά και ασβεστοχρώματος σε διάφορες χρωματικές αποχρώσεις. Ανοικτές ώχρες, χοντροκόκκινα, γκριζογάλανα του ουρανού. Ένα παλίμψηστο χρωμάτων ή διαφορετικών εποχών και ανθρώπινων αναμνήσεων; Ποιοι άραγε να μένανε σ’ αυτό το εγκαταλειμμένο σπίτι; Τι ιστορίες και τι μυστήρια κρύβονται μέσα στα μικρά του δωμάτια; Τι μνήμες αλλοτινών καιρών ξεθωριάζουν εδώ μαζί με τα χρώματα και τους σοβάδες;
Σήμερα οι κάτοικοι των Εξαρχείων, μαζί με διάφορους φορείς, δίνουν αγώνα ώστε το σπίτι αυτό να κριθεί διατηρητέο και να μην κατεδαφιστεί, απέναντι στο Πολεμικό Ναυτικό που ως ιδιοκτήτης του ακινήτου έχει προχωρήσει στην έκδοση άδειας ανέγερσης νέας πενταώροφης οικοδομής. Μια μάχη εκτός τόπου και χρόνου; Ένας αγώνας άνισος σε καιρούς δύσκολους, σε μια περίοδο πρωτόγνωρης οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης; Και ποιος είναι αυτός σήμερα που δίνει σημασία στη διάσωση ενός μικρού σπιτιού στο κέντρο της πρωτεύουσας;
Κι όμως, αν υπάρχει μια ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξει σ’ αυτήν τη χώρα, είναι ακριβώς τα όνειρα και ο αγώνας των κατοίκων που δεν το βάζουν κάτω, που δεν παραιτούνται. Που δεν βλέπουν το σπίτι της Θεμιστοκλέους και Τζαβέλλα ως εστία μόλυνσης, αλλά ως εστία αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Που τον “πολιτισμό” δεν τον θεωρούν ως κάτι δεδομένο, αλλά ως κάτι που κτίζεται διαρκώς και συνεχώς. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή! Ή, για να θυμηθούμε τον ωραίο στίχο του Ρίτσου στην “Ελένη” «...ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα,
ίσως εκεί να
αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κ’ η ομορφιά του ανθρώπου»
Το μέτωπο της Θεμιστοκλέους, από τα λίγα που έχουν απομείνει αλώβητα στην Αθήνα, θα συνεχίσει να διηγείται την ιστορία του καιρού του, αν συνεχίσουμε κι εμείς να αγωνιζόμαστε για τη σωτηρία του. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ακούμε τους μύθους και τις ιστορίες που σιγοψιθυρίζει. Έτσι, για να ξέρουμε ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε.
* Ο Τάσης Παπαϊωάννου είναι αρχιτέκτων - καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Η οδός Θεμιστοκλέους στα Εξάρχεια αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς δρόμους της Αθήνας. Περπατώντας κανείς κατά μήκος του δρόμου, βλέπει να συνυπάρχουν αρμονικά κτήρια διαφορετικών εποχών. Δίπλα στο παλιό αθηναϊκό, ένα νεοκλασικό και παρακάτω ένα μεσοπολεμικό με αρτιφισιέλ στις επιφάνειες και έρκερ που εξέχουν πάνω από το πεζοδρόμιο. Λίγο πιο κάτω ένα εκλεκτιστικό, κι άλλο νεοκλασικό κι άλλο ένα, μέχρι κάτω τη Σόλωνος. Μία αλληλουχία αρχιτεκτονικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Θαρρείς και βρίσκονται στη σειρά όλες οι εποχές. Η μία δίπλα στην άλλη, κολλητά, σαν παράταξη στρατιωτών σε τιμητικό άγημα. Ολόκληρη η μνήμη της πόλης αποτυπωμένη σ' αυτό το συνεχόμενο, αδιάσπαστο μέτωπο του δρόμου.
Στη γωνία με την Τζαβέλλα, αριστερά, βρίσκονται δύο μικρά μονώροφα μαγαζάκια με φόντο έναν πελώριο καταπράσινο φίκο και λίγο πιο πίσω ένα παλιό διώροφο σπίτι μόλις που διακρίνεται ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές του, να συνθέτουν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο. Κλειστό και εγκαταλελειμμένο εδώ και χρόνια. Σφραγισμένο ερμητικά. Ακριβώς στη γωνία ήταν το κρεοπωλείο, που μαζί με το ψαράδικο λίγο πιο κάτω, το μανάβικο και τα άλλα μαγαζιά, συνέθεταν σε κείνο το σημείο του δρόμου μία μικρή, αλλά δραστήρια συνοικιακή αγορά που τη θυμούνται οι παλιότεροι.
Σταματούν σήμερα οι γείτονες, κοιτάζουν το παλιό σπίτι κουνώντας το κεφάλι και καυτηριάζουν αυτή την κατάσταση και τις κρατικές υπηρεσίες. “Να το κατεδαφίσουν! Είναι εστία μόλυνσης!”. Άλλοι πάλι μονολογούν για την ομορφιά που χάνεται, την κλίμακα της γειτονιάς και της πόλης που αλλάζει ραγδαία. Η φθορά του χρόνου αποτυπωμένη πάνω στους σοβαντισμένους τοίχους, στα όμορφα γερμανικά κουφώματα, στα μεταλλικά στέγαστρα, στις υδρορρόες. Graffiti καλύπτουν βάναυσα τα γαιώδη χρώματα που κάποτε κοσμούσαν τους τοίχους. Μα πάνω απ’ όλα βρίσκεται αποτυπωμένη η αδιαφορία μας! “Εστία μόλυνσης”, λοιπόν, που μαρτυρά όμως στην πιο βαθιά της μορφή τη σήψη του δικού μας ρηχού και επιδερμικού πολιτισμού. Γιατί αυτό το μικρό ταπεινό σπίτι των Εξαρχείων, είναι από τα ελάχιστα εναπομείναντα παλιά αθηναϊκά σπίτια του τέλους του 19ου αιώνα και αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο του κτιριακού πολιτισμού της χώρας μας.
Ακολουθεί τη χάραξη ενός Γ -την πασίγνωστη τυπολογία των παλιών αθηναϊκών σπιτιών- οι πλευρές του οποίου εφάπτονται των μεσοτοιχιών των γειτονικών κτιρίων. Οργανώνεται γύρω από μία εσωστρεφή αυλή που κλείνει προς την οδό Τζαβέλλα με μια ψηλή πέτρινη μάντρα. Η αυλή αυτή, η οποία λειτουργεί ως υπαίθριο καθιστικό, αποτελεί τον κεντροβαρικό χώρο ζωής του μικρού σπιτιού, την “καρδιά” του. Στην άκρη, δίπλα στο παλιό πηγάδι που σήμερα στέκει άδειο και ξερό, βρίσκεται ο μεγάλος κορμός του υπεραιωνόβιου φίκου που δεσπόζει στη μικρή αυλή καλύπτοντάς την ολόκληρη με την πυκνή φυλλωσιά του. Μερικά κλαριά ακουμπούν πάνω στην πέτρινη μάντρα, σαν να στηρίζονται για να ξεκουραστούν από το βαρύ φορτίο, ενώ άλλα καλύπτουν ακόμη και τη μικρή βεράντα του πρώτου ορόφου.
Έξω από τις πόρτες των δωματίων και στη συνέχεια της κεραμοσκεπούς στέγης, ένα στέγαστρο με μεταλλικά φουρούσια και κυματοειδή λαμαρίνα, διαμορφώνει έναν ευχάριστο μεταβατικό χώρο ανάμεσα στον εξωτερικό χώρο της αυλής και στο εσωτερικό των δωματίων. Το ένα δωμάτιο, αυτό που βλέπει προς την οδό Τζαβέλλα με τα δύο όμορφα συμμετρικά παράθυρα, βρίσκεται 4 - 5 σκαλοπάτια ψηλότερα από τη στάθμη της αυλής και του δρόμου, κρατώντας, με την υπερύψωση αυτή, μακριά τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών από τον εσωτερικό του χώρο.
Μια υπαίθρια μεταλλική σκάλα, που δεν υπάρχει σήμερα και της οποίας το αποτύπωμα διαγράφεται αμυδρά πάνω στον παλιό σοβά, οδηγούσε από την αυλή κατευθείαν στη μικρή βεράντα. Ο όροφος, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, κτισμένος με πλινθοδομή, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στο αρχικό μονώροφο λιθόκτιστο σπίτι. Κάτω στην αυλή βρίσκονται, ανάμεσα σε μπάζα και σκουπίδια, διάσπαρτα πήλινα κομμάτια από τα μπαλούστρα που κάποτε κοσμούσαν το στηθαίο της βεράντας. Απλά, καμωμένα από δύο ανεξάρτητα κομμάτια που το ένα θηλύκωνε μέσα στο άλλο, είχαν έναν ωραίο διακριτικό διάκοσμο, σαν βραχιόλι με χάντρες, γύρω από την περίμετρό τους.
Η κατασκευή του σπιτιού φτωχική, αλλά στέρεη. Λαξευμένοι γωνιόλιθοι και πλήρη τούβλα, κτισμένοι με φροντίδα διαμορφώνουν τους λαμπάδες των ανοιγμάτων. Συνδετικό υλικό το χώμα που προστατεύεται από μια παχιά στρώση σοβά και ασβεστοχρώματος σε διάφορες χρωματικές αποχρώσεις. Ανοικτές ώχρες, χοντροκόκκινα, γκριζογάλανα του ουρανού. Ένα παλίμψηστο χρωμάτων ή διαφορετικών εποχών και ανθρώπινων αναμνήσεων; Ποιοι άραγε να μένανε σ’ αυτό το εγκαταλειμμένο σπίτι; Τι ιστορίες και τι μυστήρια κρύβονται μέσα στα μικρά του δωμάτια; Τι μνήμες αλλοτινών καιρών ξεθωριάζουν εδώ μαζί με τα χρώματα και τους σοβάδες;
Σήμερα οι κάτοικοι των Εξαρχείων, μαζί με διάφορους φορείς, δίνουν αγώνα ώστε το σπίτι αυτό να κριθεί διατηρητέο και να μην κατεδαφιστεί, απέναντι στο Πολεμικό Ναυτικό που ως ιδιοκτήτης του ακινήτου έχει προχωρήσει στην έκδοση άδειας ανέγερσης νέας πενταώροφης οικοδομής. Μια μάχη εκτός τόπου και χρόνου; Ένας αγώνας άνισος σε καιρούς δύσκολους, σε μια περίοδο πρωτόγνωρης οικονομικής και πολιτιστικής κρίσης; Και ποιος είναι αυτός σήμερα που δίνει σημασία στη διάσωση ενός μικρού σπιτιού στο κέντρο της πρωτεύουσας;
Κι όμως, αν υπάρχει μια ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξει σ’ αυτήν τη χώρα, είναι ακριβώς τα όνειρα και ο αγώνας των κατοίκων που δεν το βάζουν κάτω, που δεν παραιτούνται. Που δεν βλέπουν το σπίτι της Θεμιστοκλέους και Τζαβέλλα ως εστία μόλυνσης, αλλά ως εστία αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Που τον “πολιτισμό” δεν τον θεωρούν ως κάτι δεδομένο, αλλά ως κάτι που κτίζεται διαρκώς και συνεχώς. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή! Ή, για να θυμηθούμε τον ωραίο στίχο του Ρίτσου στην “Ελένη” «...ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα,
ίσως εκεί να
αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κ’ η ομορφιά του ανθρώπου»
Το μέτωπο της Θεμιστοκλέους, από τα λίγα που έχουν απομείνει αλώβητα στην Αθήνα, θα συνεχίσει να διηγείται την ιστορία του καιρού του, αν συνεχίσουμε κι εμείς να αγωνιζόμαστε για τη σωτηρία του. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να ακούμε τους μύθους και τις ιστορίες που σιγοψιθυρίζει. Έτσι, για να ξέρουμε ποιοι είμαστε και πού πηγαίνουμε.
* Ο Τάσης Παπαϊωάννου είναι αρχιτέκτων - καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου