Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Οι εκλογές ήταν και αυτοδιοικητικές

Συνέντευξη με τον πανεπιστημιακό Ηλία Γεωργαντά 

 Οι αυτοδιοικητικές εκλογές αποτιμήθηκαν τις περισσότερες φορές σε συνάρτηση με την κεντρική πολιτική σκηνή. Η σημασία τους συχνά υποτιμήθηκε. Στη συζήτηση που ακολουθεί, θελήσαμε να αποκαταστήσουμε σ‘ ένα βαθμό αυτή τη “βλάβη”.

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Οι πρόσφατες εκλογές – αυτοδιοικητικές και ιδίως ευρωεκλογές – θα αποδειχθεί, άραγε, ότι είναι μια τομή στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία, στα 40 χρόνια του πολιτικού συστήματος; Αν ναι, γιατί;
Θα έλεγα ότι οι ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου αποτελούν σταθμό όχι μόνο για τα 40 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και για όλο το εύρος της πολιτικής ιστορίας του ελληνικού κράτους. Για πρώτη φορά, ένα αριστερό κόμμα, και μάλιστα ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα, κερδίζει τις εκλογές καθαρά και αδιαμφισβήτητα. 

 

Βέβαια, οι εκλογές αυτές δεν ήταν βουλευτικές, όμως ο εκλογικός ανταγωνισμός είχε ένταση και οξύτητα που προσιδιάζουν σε εθνικές εκλογές. Ο λαός προτίμησε την πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και το έδειξε απερίφραστα στην κάλπη. Σημειωτέον ότι η ανατροπή αυτή έγινε αποκλειστικά με τις δυνάμεις που η κοινωνία εμπιστεύτηκε στον ΣΥΡΙΖΑ για να δώσει αυτή την πολιτική μάχη. Τη μάχη αυτή την έδωσε απολύτως μόνος του -καθαρά και χωρίς πολιτικά «δάνεια», «υποθήκες» και «τριτεγγυητές»- και μάλιστα την κέρδισε έχοντας απέναντί του το σύνολο των παλαιοκομματικών δομών εξουσίας, της κρατικής διαπλοκής, αλλά και των βαρόνων των μίντια. Αυτό που μένει είναι να επισφραγιστεί από το επόμενο ορόσημο, που δεν είναι άλλο από μια αντίστοιχη, αν όχι καλύτερη, εκλογική νίκη στις εθνικές βουλευτικές εκλογές.

Ένας, ακόμη, δικομματισμός;

Οι δεύτερες εκλογές, μετά τον Ιούνιο του 2012, που αναδεικνύουν δύο – τα ίδια – μεγάλα κόμματα, μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι άρχισε να διαμορφώνεται ένας νέος δικομματισμός ή θα συνεχισθεί η έντονη ρευστότητα; Τι χώρος απομένει για την κεντροαριστερά;
Με τις εκλογές της προηγούμενης Κυριακής παγιώνονται και οριστικοποιούνται οι τάσεις ανατροπής του δικομματισμού όπως τον ξέραμε από το 1980 και μετά. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Με τα νέα δεδομένα σαφώς προκύπτει μια εικόνα διπολικότητας στο κομματικό σύστημα, η οποία όμως διαφοροποιείται ριζικά από βασικά χαρακτηριστικά του κλασικού δικομματισμού: δηλαδή, τα ποσοστά των δύο κομμάτων να αθροίζονται στο 80-85%, να υπάρχει εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία και, φυσικά, η δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Κανένα από τα βασικά αυτά κριτήρια δεν ικανοποιείται. Επίσης, ενώ ο ένας από τους δύο πόλους, εννοώ τον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει να αποκτά συμπαγή χαρακτηριστικά, ο άλλος πόλος (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) διέπεται από αστάθεια αλλά και ετερογονία της συνολικής του εκλογικής δύναμης. Άρα, οι δύο πόλοι είναι ανόμοιοι και ανισομερείς ως προς την εσωτερική τους σύνθεση.
Θα έλεγα λοιπόν ότι το κομματικό σύστημα εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση μετάβασης, αν και πλέον οι αβεβαιότητες της μετάβασης συγκεντρώνονται περισσότερο στο συστημικό πόλο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό άλλωστε παρατηρείται και όλη αυτή η σπουδή για τη δημιουργία νέων μικρότερων πόλων  (Ποτάμι, αναβιωμένο ΛΑΟΣ, Γέφυρες κ.ά.) που προσπαθούν να ανακόψουν τις φυγόκεντρες τάσεις και να λειτουργήσουν ως εκλογικές «δεξαμενές ανακούφισης» του παλαιοκομματισμού. Η κεντροαριστερά παραμένει ανήμπορη να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, ενώ οι σποραδικές «πρωτοβουλίες» που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της εξουδετερώνονται σχεδόν αυτοστιγμεί από τις αντιφάσεις που γεννούν οι τακτικοί ελιγμοί που υποχρεώνεται να κάνει ο συστημικός πόλος εξαιτίας της ασφυκτικής πολιτικής πίεσης που του ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, η σχεδόν δικαιωματική εμπλοκή του βενιζελικού περιβάλλοντος και των δορυφόρων του στα τεκταινόμενα της κεντροαριστεράς, και μάλιστα αξιώνοντας ηγεμονική θέση, φαίνεται να καταδικάζει τις όποιες απόπειρες ανασυγκρότησης σε μικρές ψευδο-αναστάσεις.

Μιλάμε για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Σε σχέση με άλλες του παρελθόντος τι το νέο έφεραν, ή αποκάλυψαν οι καταγραφείσες τάσεις, σε τι προϊδεάζουν;
Είναι πολλά και ποικίλα τα στοιχεία που συνθέτουν τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Να πω όμως εξαρχής κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό, διότι νοθεύει και παραποιεί την ερμηνευτική μας οπτική. Είχαμε μια χυδαία, απροκάλυπτη, αυθαίρετη, υστερόβουλη και μικροκομματική χειραγώγηση του χρόνου διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών, με αποτέλεσμα ο πρώτος γύρος να μην διεξαχθεί στις 25/5, όπως θα έπρεπε, αλλά στις 18/5. Η αλλοίωση του χρόνου των εκλογών έθεσε τις αυτοδιοικητικές εκλογές εξαρχής σε τροχιά επικοινωνιακού συμψηφισμού των εντυπώσεων ήττας/νίκης. Η εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών εκδηλώθηκε εντελώς «στα τυφλά», αφού το εκλογικό σώμα στερήθηκε εμπρόθετα το δικαίωμα που του παρείχε ο νόμος να γνωρίζει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών θα ήταν το ίδιο, αν η κυβέρνηση είχε τηρήσει τα προβλεπόμενα από το νόμο και δεν είχε χειραγωγήσει το χρόνο διεξαγωγής τους.

Να δούμε την τακτική των κομμάτων στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Κατά κανόνα τα αυτοδιοικητικά σχήματα των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης επέλεξαν να εμφανισθούν σαν «ανεξάρτητα». Τι εκφράζει αυτό το φαινόμενο; Πώς το υποδέχθηκαν οι τοπικές κοινωνίες; Λειτούργησε; Αν ναι, αυτό συνέβη διότι ενεργοποιήθηκαν οι τοπικοί μηχανισμοί εξουσίας – πελατείας; Ή διότι, πλέον, η αυτοδιοίκηση ασκεί εξουσία με πλούσια ύλη;
Με την παραπάνω επιφύλαξη θα έλεγα τα εξής: Πρώτον, παρατηρείται μια τάση που δεν είναι εντελώς νέα αλλά προβάλλει πολύ ενισχυμένη. Η υποστολή τής κομματικής σημαίας στα αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια που επικοινωνούν ή ταυτίζονται με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση για την προοπτική εκλογικής νίκης. Εκτιμώ ότι αυτό δεν γίνεται απλώς επειδή «πιάνει» στους ψηφοφόρους, αλλά επειδή είναι όρος και προϋπόθεση που βάζουν οι ίδιοι οι υποψήφιοι (δημοτικοί και περιφερειακοί) σύμβουλοι στους ηγήτορες των ψηφοδελτίων προκειμένου να συμμετάσχουν.
Δεύτερον, το οποίο συνδέεται με το πρώτο, τα αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια στις εκλογές του Μαΐου ήταν μεγάλα και κυρίως πολυσυλλεκτικά. Αν δει κανείς τους υποψήφιους συμβούλους στα ψηφοδέλτια που, κατόπιν εορτής, έσπευσαν να υιοθετήσουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, θα διαπιστώσει ότι πολύ απέχουν από το να τα πει κανείς «φιλομνημονιακά».
Τρίτον, όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα «θεσμοποιημένου λευκού ψηφοδελτίου», άρα και καταμετρήσιμου (!), στο οποίο όμως η υποστολή της κομματικής σημαίας συνιστά άλλοτε επιβεβλημένη υποχώρηση κι άλλοτε συγκαλυμμένη ήττα.
Τέταρτον, η πολιτικά ριψοκίνδυνη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές να προβεί σε συνειδητή έπαρση σημαίας, ήταν μια πολιτικά έντιμη και υπεύθυνη κίνηση, μέσα από την οποία του δόθηκε και η ευκαιρία (με χαμηλό σχετικά κόστος) να αποτιμήσει το ελάχιστο των δυνάμεων του σε συνθήκες «απόλυτης, καθολικής και ολοκληρωτικής» σύγκρουσης και μάλιστα υπό συνθήκες δεύτερου γύρου που μόνο σε προεδρικά συστήματα βλέπει κανείς. Με δεδομένη και τη χειραγώγηση του χρόνου διεξαγωγής των εκλογών, το αποτέλεσμα που εισέπραξε δεν είναι καθόλου κακό. Πρέπει όμως να εξετάσει προσεκτικά τα αποτελέσματα του ριψοκίνδυνου αυτού εγχειρήματος. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι εφεξής ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να δώσει άμεση προτεραιότητα στην τοπική και περιφερειακή του διείσδυση ώστε η πολιτική του επιρροή να αποκτήσει «στρατηγικό γεωγραφικό βάθος».

Αυτοδιοίκηση και μνημόνια

Σε άρθρα σου αναφέρεις ότι σε χώρες που διαθέτουν πολιτικά συστήματα με ικανή χωρική διαστρωμάτωση (Ισπανία, Ιταλία), ενεργοποιήθηκαν θεσμοί που ανέκοψαν την ορμή της νεοφιλελεύθερης «εργαλειοθήκης». Στην Ελλάδα ποια είναι η πραγματικότητα; Ο Καλλικράτης επιδείνωσε την κατάσταση και αν ναι πώς ακριβώς;
Πράγματι, στις χώρες που είχαν αναπτύξει συμπληρωματικές δομές τοπικού και περιφερειακού κράτους, με αντίστοιχη χωρική διαστρωμάτωση της αντιπροσώπευσης, η ορμή με την οποία εισέβαλε η εργαλειοθήκη του ύστερου νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού της λιτότητας, βρήκε εμπόδια και αναχώματα. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, τα πολιτικά αυτά υποσυστήματα λειτούργησαν σαν δυνάμεις εσωτερικού πολιτικού μετριασμού των αποφάσεων που άγρια απαιτούσαν οι δανειστές από τις εθνικές δομές εξουσίας. Δεύτερον, λειτούργησαν σαν δομές κοινωνικής ανακούφισης, αφού και οι αρμοδιότητες αλλά και οι πόροι που είχαν, τους επέτρεψαν να ανακόψουν την απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου, της απασχόλησης και, τελικώς, να αποτρέψουν την εμφάνιση φαινομένων ανθρωπιστικής κρίσης.
Στην Ελλάδα, από τον Καλλικράτη και μετά, ξεκίνησε μια προσπάθεια δημιουργίας τοπικών και περιφερειακών καρτέλ πολιτικής δύναμης που θα λειτουργούσαν σαν αποκεντρωμένοι βραχίονες του δικομματισμού. Το στρατήγημα αυτό δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί στην πλήρη του μορφή, καθώς η κρίση και οι καταλυτικές της επιδράσεις στο παλαιό δικομματικό σύστημα ανέτρεψαν τους αρχικούς σχεδιασμούς. Στο πλαίσιο αυτού του, έστω ημιτελούς, εγχειρήματος έγινε μια συστηματική προσπάθεια εξασφάλισης της «πολιτικής συμμόρφωσης» της αυτοδιοίκησης. Αυτό, ως ένα βαθμό, επιτεύχθηκε κυρίως με την πλήρη πολιτική υποταγή της ΚΕΔΚΕ, η οποία στα χρόνια της κρίσης ουσιαστικά εξελίχθηκε σε πολιτικό ζόμπι. Άρα, θα έλεγα ότι ως προς την πρώτη λειτουργία τής αυτοδιοίκησης που παρατηρούμε στα κράτη με χωρικώς διαστρωματωμένα πολιτικά συστήματα, ο Καλλικράτης λειτούργησε στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: της απρόσκοπτης εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών και όχι βέβαια του μετριασμού τους.

Να δούμε ξεχωριστά την Αριστερά, ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρατηρεί κανείς σοβαρές αντιφάσεις. Διακηρύσσει με σαφήνεια τη σημασία και την αξία τής αυτοδιοίκησης είναι φυσιογνωμικό του στοιχείο. Εντούτοις, άργησε πολύ να ενθαρρύνει, να συνεισφέρει σε κινήσεις ή ομάδες πολιτών που συγκροτούμενες σε αυτοδιοικητικές κινήσεις, οι οποίες θα είχαν δράση δίπλα στους πολίτες που υποφέρουν. Πώς εξηγείται; Πώς δεν είδε ότι έτσι θα στερούσε από τον αντίπαλο τη δυνατότητα να προβεί σε περαιτέρω ελιγμούς;
Κάνετε πολύ καλά και επισημαίνετε αυτό το στοιχείο. Πράγματι, εδώ υπάρχει ένα κενό το οποίο συνίσταται στο εξής. Από την μια πλευρά, η στρατηγική των μνημονιακών συγκυβερνήσεων διαμορφώθηκε στη βάση επιλογών εξοικονόμησης πολιτικού χρόνου, που αποσκοπούσε στην επιμήκυνση της δικής τους ημερομηνίας λήξης, αλλά και στην επιμήκυνση των χρονικών ορίων της κοινωνικής ανοχής. Αυτό άφησε πολιτικώς ακατοίκητους τους επιμέρους μικρο-χώρους της τοπικότητας. Όμως, από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόλαβε ή δεν διέγνωσε έγκαιρα το κενό που δημιουργείται στον χωρικό άξονα της αντιπροσώπευσης, ώστε να παρέμβει και να εποικήσει αυτούς τους χώρους. Αυτό το κενό στον «αγωνιστικό χώρο» φάνηκε εξόφθαλμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές και καλύφθηκε είτε εκ των ενόντων είτε με βάση την πεπατημένη του παρελθόντος, και αυτός είναι ο βασικός λόγος που σε πολλές περιοχές επικράτησαν σχήματα που ήδη κατείχαν την τοπική ή την περιφερειακή εξουσία.
Να είμαστε όμως και ρεαλιστές. Οι εξελίξεις ήταν εξαιρετικά ραγδαίες από το 2009-10 και μετά. Ένας οργανισμός που είχε συνηθίσει σε μια δίαιτα του 3-4%, ήταν δύσκολο να ικανοποιήσει ταυτοχρόνως και με επάρκεια όλα του τα «νέα καθήκοντα». Υπάρχει η αναγκαιότητα των υλικών όρων που κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει. Όπως όλοι οι κοινωνικοί οργανισμοί, έτσι και τα κόμματα είναι πεπερασμένα μεγέθη. Το ζήτημα είναι η προσαρμοστικότητα και σ’ αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση.
Ως προς τη σχέση της Αριστεράς με την αυτοδιοίκηση τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Εδώ υπάρχουν δύο μεγάλες παραδόσεις και έχει έρθει η ώρα για τη ριζοσπαστική αριστερά να διαλέξει με ποια παράδοση θα συνταχθεί. Από τη μια υπάρχει η παράδοση εκείνη που προκρίνει τον κεντρικό σχεδιασμό και τις βαριές δομές ενός κεντρικού πολιτικού διευθυντηρίου. Η παράδοση αυτή, άλλοτε σιωπηρά κι άλλοτε ρητά, βλέπει επιφυλακτικά, αν όχι εχθρικά, το τοπικό και την ιδιαιτερότητά του. Στην ιστορία της αριστεράς δεν λείπουν οι στιγμές που αυτή η άποψη ήταν κυρίαρχη· όπως και οι στιγμές που αμφισβητήθηκε με οξύτητα. Μια στοιχειώδης αναψηλάφηση της σινοσοβιετικής ρήξης είναι νομίζω αρκετή.
Από την άλλη, υπάρχει η παράδοση της αποκεντρωμένης κινητοποίησης του λαϊκού παράγοντα και των παραγωγικών πόρων της κοινωνίας, δηλαδή η παράδοση της ιστορικής ιταλικής αριστεράς και των συνεταιριστικών δομών της, η παράδοση του αυτοδιοικητικού ΕΑΜ και αργότερα της ΕΔΑ. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης ο διάλογος με την παράδοση αυτή εξασθένησε και μερικές φορές διακόπηκε εντελώς. Η ανάπτυξη πάγιων και οργανικών δεσμών με την τοπικότητα θα πρέπει να βρεθεί και πάλι στο επίκεντρο της στρατηγικής της Αριστεράς. Είναι επιτακτικό.

Τρεις κάλπες, πόσες εκλογές

Συναφές με το παραπάνω, είναι και η συνθηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ όπως «τρεις κάλπες μια επιλογή» - καταφανώς δεν πέρασε - όπου αποκάλυπτε ότι η σύνδεση της αυτοδιοικητικής πολιτικής του με την τοπικότητα ήταν ασθενής. Αυτό, τελικά, επηρέασε τις επιδόσεις του; Επίσης, πώς λειτούργησε η απόδοση στις αυτοδιοικητικές εκλογές καθηκόντων που προσιδιάζουν στις γενικές εκλογές όπως «στις 25 ψηφίζουμε και στις 26 φεύγουν»;
Νομίζω ότι και τα δύο αυτά συνθήματα πρέπει να τα κατανοήσουμε στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης επιλογής για συνολική μετωπική αναμέτρηση, με εφόδιο αποκλειστικά και μόνο τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με πολλούς ταυτοχρόνως αντίπαλους. Στη βάση αυτή είναι πολύ χρήσιμα τα συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν από την έκβαση αυτής της αναμέτρησης. Όμως, τα κεντρικά αυτά συνθήματα θα έπρεπε να συνοδευτούν από αντίστοιχα, εξίσου τολμηρά, που θα εξειδίκευαν το τοπικό περιεχόμενο της διακύβευσης. Εκεί νομίζω δεν δόθηκε το βάρος που έπρεπε να δοθεί.

Τα αποτελέσματα, παρ’ όλα αυτά, είναι θετικά με κορυφαία παραδείγματα δήμους στη Β΄ Αθήνας – Β΄ Πειραιώς και κυρίως την Περιφέρεια Αττικής. Υπάρχουν επίσης τώρα ισχυρές αυτοδιοικητικές παρεμβάσεις σχεδόν σ’ όλη τη χώρα. Πώς μπορεί να οργανωθούν αποδοτικά αυτές οι δυνάμεις;
Τα αποτελέσματα θα ήταν ακόμη καλύτερα αν ο δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης ήταν στο νομαρχιακό κι όχι στο περιφερειακό επίπεδο. Η επιλογή τού Καλλικράτη να αναδείξει σε αυτοδιοικητική βαθμίδα την περιφέρεια κι όχι το νομό δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τουναντίον, ήταν στρατηγική επιλογή. Η ταύτιση του δεύτερου βαθμού αυτοδιοίκησης με την κλίμακα εκείνη στην οποία γίνεται και η κατανομή / διανομή των διαρθρωτικών πόρων του ΕΣΠΑ, δημιούργησε συνθήκες ευνοϊκές για τη δημιουργία τοπικών και περιφερειακών διανεμητικών συμμαχιών σε συμπαιγνία με τα περιφερειακά καρτέλ πολιτικής δύναμης. Η διάσταση αυτή είναι πολύ σημαντική, όπως και η ανάγκη ουσιαστικού εκδημοκρατισμού του τρόπου με τον οποίο αποφασίζεται η κατανομή των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ.
Τα αποτελέσματα είναι πολύ σημαντικά – ειδικά στο λεκανοπέδιο, αλλά και σε μεσαίου μεγέθους δήμους της περιφέρειας. Η επικράτηση στην Περιφέρεια Αττικής, αλλά και η εξαιρετικά εντυπωσιακή επίδοση στο δήμο της Αθήνας είναι τροχιοδεικτικά σήματα της εκλογικής συμπεριφοράς. Ως τώρα, το ερώτημα που το επιφυλακτικό τμήμα της κοινωνίας διατύπωνε προς τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν: Και τι θα κάνετε; Στους δήμους στους οποίους εκλέχθηκαν αυτοδιοικητικά σχήματα του ΣΥΡΙΖΑ, και κυρίως στην Περιφέρεια Αττικής, θα πρέπει να καταστρωθεί πολύ προσεκτικά ένα ειδικό πλέγμα παρεμβάσεων και οι περιοχές αυτές να λειτουργήσουν ως ειδικές πιλοτικές περιπτώσεις, που θα δείξουν στην κοινωνία τι μπορεί και τι πρέπει να προσδοκά από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω ότι οι άξονες πολιτικός εκδημοκρατισμός, κοινωνική δικαιοσύνη, διοικητική καινοτομία, ορθολογική διαχείριση είναι αυτοί που συμπυκνώνουν τα φλέγοντα αιτήματα και τις λαϊκές προσδοκίες.

Σε άρθρο σου στην «Αυγή» υποστήριζες ότι η πολιτική κινητοποίηση της τοπικότητας είναι απαραίτητη, εκτός των άλλων, ώστε η Αριστερά να μη γίνει απλώς διαχειριστής, αλλά δραστικός καταλύτης των εξελίξεων, εφόσον πάρει την κυβερνητική εξουσία. Τώρα αυτό είναι πιο εύκολο; Υπάρχουν «κανόνες» για να επιτευχθεί;
Αυτό συνιστά ουσιώδη όρο του πολιτικού μετασχηματισμού. Δεν είναι πιο εύκολο. Είναι όμως πιο πιθανό. Ειδικά αν τους κανόνες τους θέσει η ίδια η κοινωνία. 

 Πηγή Η ΕΠΟΧΗ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: